Greek Meaning of routed

δρομολογημένο

Other Greek words related to δρομολογημένο

Definitions and Meaning of routed in English

Webster

routed (imp. & p. p.)

of Rout

FAQs About the word routed

δρομολογημένο

of Rout

εξαντλημένος,ρυθμός,θαμένος,Αποστολή,γρονθοκόπησε,σκονισμένος,επίπεδο,Κατέκτησε,υπερνικώ,Υπερφορτωμένος

αποδεκτό,παραδεκτός,έλαβε,πήρε,στεγασμένος,καταλύει,καλωσόρισε,διασκεδασμένος,φιλοξενούν,προστατευμένος

route => διαδρομή, rout up => αναστατώνω, rout out => ξεριζώνω, rout cake => Ρουλό, rout => φυγή,