Greek Meaning of routing

δρομολόγηση

Other Greek words related to δρομολόγηση

Definitions and Meaning of routing in English

Webster

routing (p. pr. & vb. n.)

of Rout

FAQs About the word routing

δρομολόγηση

of Rout

εξολοθρευτικός,ξύλο,βομβαρδισμός,ταφή,αποστολή,Ξεσκόνισμα,επίπεδωση,ανάπτυξη δεξιοτήτων,υπερνίκηση,επικόλληση

Αποδεκτός,παραδεχόμενοι,λήψη,λήψη,παραλαμβάνω,φιλόξενος,Διασκεδαστικό,που κρύβει,στέγαση,διαμονή

routinely => τακτικά, routine => ρουτίνα, routinary => ρουτινικός, routhe => οίκτος, router plane => Ρουτερ,