Greek Meaning of acing (out)

ξεπερνώντας (έξω)

Other Greek words related to ξεπερνώντας (έξω)

Definitions and Meaning of acing (out) in English

acing (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word acing (out)

ξεπερνώντας (έξω)

βελτίωση,έκλειψη,υπερβαίνων,ξεπερnώντας,ξεπερνώντας,υπερχείλιση,ξεπερνώντας,επικάλυμμα,υπερβατικός,σταδιακή απομάκρυνση

No antonyms found.

acing => άριστος, εξαιρετικός, acidhead => Όξινο κεφάλι, achromatisms => αχρωματισμοί, achingly => οδυνηρά, aching (for) => ποθώντας (κάτι),