Greek Meaning of ached (for)

Ποθώ (κάτι)

Other Greek words related to Ποθώ (κάτι)

Definitions and Meaning of ached (for) in English

ached (for)

No definition found for this word.

FAQs About the word ached (for)

Ποθώ (κάτι)

αιμορραγώ (για),ένιωθε,οικτίρω,συμπαθούσε (με),λαχταρώ,φρόντιζε (για),συμπονώ (κάποιον),ευσπλαχνία,εξέφρασε τα συλλυπητήριά του (σε),λυπημένος (για)

παραμελημένος,παραβλεπόμενος,αντιπαθής,περιφρονημένος

ache (for) => ποθώ (για), acequias => αρδευτικά κανάλια, aced (out) => Πέτυχε (έξω), aced => πετυχαίνω με άριστα, ace in the hole => Κρυφός άσσος,