FAQs About the word empathized (with)

ταυτίστηκε (με κάποιον)

ένιωθε,συμπαθούσε (με),παρακολούθησε,σημείωσε,παρατήρησε,Παρατηρήθηκε,νοιάζεται,έδωσε προσοχή,προσμένω (για),θεωρείται

παραβλεπόμενος

empathized => ταυτίστηκε, empathize (with) => Ενσυναίσθηση (με), empathies => ενσυναίσθηση, empanelling => συνάθροιση, empanelled => επιλεγμένος σε επιτροπή,