Greek Meaning of emplaned
επιβιβάστηκαν
Other Greek words related to επιβιβάστηκαν
Nearest Words of emplaned
Definitions and Meaning of emplaned in English
emplaned
to board an airplane
FAQs About the word emplaned
επιβιβάστηκαν
to board an airplane
επιβιβάστηκε,ανέβηκε (επιβαίνοντας),εκπαιδευμένος,μπήκε,τοποθετημένος,επιβιβάστηκε
αποβιβάστηκε,καταγόμενος,αποβιβάστηκε,αποβάς,κατέβηκε,φωτισμένο,αναμμένος,alit,αποβιβάστηκε,κατέβηκε
empirics => εμπειριστές, empiricists => εμπειριστές, empires => αυτοκρατορίες, empathizing => ενσυναισθητικός, empathizers => Ενσυναίσθητοι,