Greek Meaning of embarked
επιβιβάστηκε
Other Greek words related to επιβιβάστηκε
Nearest Words of embarked
Definitions and Meaning of embarked in English
embarked (imp. & p. p.)
of Embark
FAQs About the word embarked
επιβιβάστηκε
of Embark
ξεκίνησε,έπλευσε
αγκυροβολημένος,ελλιμενισμένο,προσγειώθηκε,προσγειωμένος-η,αραγμένος,Δεσμευμένος,εγκλωβισμένος,Ελλιμενισμένος <br>
embarkation => Επιβίβαση, embark on => ξεκινώ, embark => επιβιβάζομαι, embargoing => Εμπάργκο, embargoes => Εμπάργκο,