Greek Meaning of docked

ελλιμενισμένο

Other Greek words related to ελλιμενισμένο

Definitions and Meaning of docked in English

Webster

docked (imp. & p. p.)

of Dock

FAQs About the word docked

ελλιμενισμένο

of Dock

συντομευμένο,συντομευμένος,συντομευμένο,εκλειφθείς,μειωμένη,συγκκοπής,κομμένος,περικομμένος,περικομμένος,μείωση

πρόσθεσε,επιμήκης,διευρυμένο,επεκταθεί,διευρυμένο,επιμήκης,παρατεταμένος,παρατεταμένος,συμπληρωματικός,ενισχυμένοι

dock-cress => Νεροκάρδαμο, dockage => χρέωση ντοκαρίσματος, dock worker => Λιμενεργάτης, dock => αποβάθρα, docity => Συνθηκολογία,