Greek Meaning of encapsulated

εγκλωβισμένο

Other Greek words related to εγκλωβισμένο

Definitions and Meaning of encapsulated in English

encapsulated

condensed, surrounded by a gelatinous or membranous envelope

FAQs About the word encapsulated

εγκλωβισμένο

condensed, surrounded by a gelatinous or membranous envelope

υπογεγραμμένο,περίληψη,αφηρημένος,βρασμένος,ενημερώθηκε,Συμπυκνωμένο,ενοποιημένο,χωνεμένος,ενσωμάτωσε,ανακεφαλαιωμένο

επιμήκης,επεκταθεί,διευρυμένο,επιμήκης,παρατεταμένος,ενισχυμένοι,εκπονημένος (επί ή επί),διευρυμένη (επί ή επάνω),παρατεταμένος,συμπληρωματικός

encaging => εγκλωβισμός, enamored (of) => ερωτευμένος (με), enacts => θεσπίζει, enactments => νομοθετήματα, emulsifying => γαλακτωματοποιητικό,