FAQs About the word enacts

θεσπίζει

to act out, act out, to make into law, to establish by legal and authoritative act, to make (as a bill) into law

εγκρίνει,υπαγορεύει,περνάει,κάνει,διοικεί,επιφέρει,επιβεβαιώνει,διατάγματα,επιδράσεις,διακηρύσσει

καταργεί,ανακαλεί,αντιστρέφει,ακυρώνει,ακυρώνει,κενά

enactments => νομοθετήματα, emulsifying => γαλακτωματοποιητικό, emulsified => γαλακτωματοποιημένο, EMTs => Παραϊατρικοί, EMT => ΕΜΤ,