Greek Meaning of empoisoned

δηλητηριασμένος

Other Greek words related to δηλητηριασμένος

Definitions and Meaning of empoisoned in English

empoisoned

poison, embitter

FAQs About the word empoisoned

δηλητηριασμένος

poison, embitter

θυμωμένος,εχθρικός,πικραμένος/η,εξοργισμένος,θυμωμένος,επιβαρυντική,δηλητηριασμένος,εξοργισμένος,κατά,ξινισμένος

ηρεμημένος,αγαπημένος,Γλυκασμένο,ηρεμεί,ingratiated,κατευνασμένος,ειρηνευμένος,κατευνασμένος,εξευμενίζω

employes => Εργαζόμενοι, employers => εργοδότες, employees => εργαζόμενοι, emplaning => επιβιβαζόμενος, emplaned => επιβιβάστηκαν,