Greek Meaning of envenomed
δηλητηριασμένος
Other Greek words related to δηλητηριασμένος
Nearest Words of envenomed
Definitions and Meaning of envenomed in English
envenomed (imp. & p. p.)
of Envenom
FAQs About the word envenomed
δηλητηριασμένος
of Envenom
δηλητηριασμένος,δηλητηριώδης,δηλητηριώδης,τοξικός,ολέθριος,μεταδοτικός,θανατηφόρος,επιβλαβής,μοιραίος,επιβλαβές
επωφελής,καλοήθης,θεραπευτικός,ακίνδυνος,υγιής,υγιής,χρήσιμος,μη δηλητηριώδης,μη τοξικό,μη δηλητηριώδες
envelopment => φάκελος, enveloping => περιβαλλόμενος, enveloped => επικαλυμμένος, envelope => Φάκελος, envelop => φάκελος,