Greek Meaning of helpful
χρήσιμος
Other Greek words related to χρήσιμος
Nearest Words of helpful
Definitions and Meaning of helpful in English
helpful (a)
providing assistance or serving a useful function
helpful (a.)
Furnishing help; giving aid; assistant; useful; salutary.
FAQs About the word helpful
χρήσιμος
providing assistance or serving a useful functionFurnishing help; giving aid; assistant; useful; salutary.
χρήσιμος,επωφελής,ευνοϊκός,φιλόξενος,ευνοϊκός,αποτελεσματικός,διευκολυντικός,ευνοϊκή,παραγωγικός,Κερδοφόρος
αναποτελεσματικός,άχρηστος,επιζήμιος,αναποτελεσματικός,δυσμενής,άχρηστος,μειονεκτικός,ενοχλητικός
helper t cell => Βοηθητικά Τ κύτταρα, helper cell => Βοηθητικό κύτταρο, helper => βοηθός, helped => βοήθησε, helpdesk => Γραφείο βοήθειας,