Greek Meaning of efficacious
αποτελεσματικός
Other Greek words related to αποτελεσματικός
- αποτελεσματικός
- αποδοτικός
- Δυνατός
- επαρκής
- πρόσφορο
- καρποφόρος
- λειτουργικός
- παραγωγικός
- χρήσιμος
- επιτευχθείς
- ενεργός
- ικανός
- ικανός
- πειστικός
- Ικανός
- πειστικός
- δυναμικός
- έμπειρος
- ειδικός
- Εφικτό
- αριστοτεχνικά
- πρακτικός
- Πρακτικός
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επιδέξιος
- υλοποιήσιμη
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- εντυπωσιακός
- χρηστικό
- έγκυρος
- εξαιρετικά αποδοτικός
- άκαρπος
- ανίκανος
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- ανενεργός
- μη παραγωγικός
- άχρηστος
- αποβολέα
- αντενδεδειγμένος
- άδειος
- ανώφελο
- κούφιος
- ανίκανος
- άπειρος
- άκαρπος
- ανειδίκευτος
- ανειδίκευτος
- ανεπιτυχής
- μάταιος
- μάταιο
- αδρανής
- Άπειρος
- ανενεργός
- άχρηστος
- μάταιος
- ασύμφορος
- άνοστος
- άτεχνος
- άχρηστος
Nearest Words of efficacious
- efficaciously => αποτελεσματικά
- efficaciousness => αποτελεσματικότητα
- efficacity => αποτελεσματικότητα
- efficacy => αποτελεσματικότητα
- efficience => αποδοτικότητα
- efficiency => αποδοτικότητα
- efficiency apartment => Διαμέρισμα αποδοτικότητας
- efficiency engineer => Μηχανικός αποδοτικότητας
- efficiency expert => ειδικός αποδοτικότητας
- efficient => αποδοτικός
Definitions and Meaning of efficacious in English
efficacious (a)
marked by qualities giving the power to produce an intended effect
producing or capable of producing an intended result or having a striking effect
efficacious (n.)
Possessing the quality of being effective; productive of, or powerful to produce, the effect intended; as, an efficacious law.
FAQs About the word efficacious
αποτελεσματικός
marked by qualities giving the power to produce an intended effect, producing or capable of producing an intended result or having a striking effectPossessing t
αποτελεσματικός,αποδοτικός,Δυνατός,επαρκής,πρόσφορο,καρποφόρος,λειτουργικός,παραγωγικός,χρήσιμος,επιτευχθείς
άκαρπος,ανίκανος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,ανενεργός,μη παραγωγικός,άχρηστος,αποβολέα,αντενδεδειγμένος
effete => εξασθενημένος, effet => επίδραση, effervescive => αφρώδους, effervescing => αναβράζων, effervescible => Ανθρακούχος,