Greek Meaning of efficaciousness

αποτελεσματικότητα

Other Greek words related to αποτελεσματικότητα

Definitions and Meaning of efficaciousness in English

Wordnet

efficaciousness (n)

capacity or power to produce a desired effect

FAQs About the word efficaciousness

αποτελεσματικότητα

capacity or power to produce a desired effect

αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,ικανότητα,αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,αποδοτικότητα,παραγωγικότητα,ικανότητα,χωρητικότητα,ακμή

ανικανότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανεπάρκεια

efficaciously => αποτελεσματικά, efficacious => αποτελεσματικός, effete => εξασθενημένος, effet => επίδραση, effervescive => αφρώδους,