Greek Meaning of efficiency

αποδοτικότητα

Other Greek words related to αποδοτικότητα

Definitions and Meaning of efficiency in English

Wordnet

efficiency (n)

the ratio of the output to the input of any system

skillfulness in avoiding wasted time and effort

Webster

efficiency (n.)

The quality of being efficient or producing an effect or effects; efficient power; effectual agency.

The ratio of useful work to energy expended.

FAQs About the word efficiency

αποδοτικότητα

the ratio of the output to the input of any system, skillfulness in avoiding wasted time and effortThe quality of being efficient or producing an effect or effe

αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,ικανότητα,αποτελεσματικότητα,παραγωγικότητα,ικανότητα,χωρητικότητα,ακμή,αποτελεσματικότητα

αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανικανότητα,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανεπάρκεια

efficience => αποδοτικότητα, efficacy => αποτελεσματικότητα, efficacity => αποτελεσματικότητα, efficaciousness => αποτελεσματικότητα, efficaciously => αποτελεσματικά,