Greek Meaning of productiveness

παραγωγικότητα

Other Greek words related to παραγωγικότητα

Definitions and Meaning of productiveness in English

Wordnet

productiveness (n)

the quality of being productive or having the power to produce

FAQs About the word productiveness

παραγωγικότητα

the quality of being productive or having the power to produce

αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,αποδοτικότητα,ικανότητα,αποτελεσματικότητα,αποτελεσματικότητα,ικανότητα,χωρητικότητα,ακμή

αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανικανότητα,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,ανεπάρκεια

productively => παραγωγικά, productive => παραγωγικός, production order => εντολή παραγωγής, production line => Γραμμή παραγωγής, production cost => Κόστος παραγωγής,