Greek Meaning of profanely
βλάσφημα
Other Greek words related to βλάσφημα
- φυσικός
- κοσμικός
- κροταφικός
- αθεϊστικός
- Άθεος
- αδιάφορος προς τη θρησκεία
- καθημερινό
- ειδωλολάτρης
- μη θρησκευόμενος
- Βλάσφημος
- σωματικός
- Δεκανέας
- επίγειος
- ασεβής
- ασεβής
- κοσμικός
- κοσμικός
- τοποθετώ
- υλικό
- μη θρησκευτικός
- μη δογματικό
- ειδωλολατρικός
- άθρησκος
- ιεροσυλία
- ουσιαστικός
- Γήινος
- χερσαίος
- αμύητος
- ακάθαρτος
- κοσμικός
- λαϊκός
Nearest Words of profanely
- profaned => βεβηλωμένος
- profane => βέβηλος
- profanatory => βέβηλος
- profanation => βεβήλωση
- prof => καθηγητής
- proenzyme => πρωένζυμο
- product-moment correlation coefficient => Συντελεστής συσχέτισης προϊόντος-στιγμής
- productivity => παραγωγικότητα
- productiveness => παραγωγικότητα
- productively => παραγωγικά
Definitions and Meaning of profanely in English
profanely (r)
with curses
in an irreverent or profane manner
FAQs About the word profanely
βλάσφημα
with curses, in an irreverent or profane manner
φυσικός,κοσμικός,κροταφικός,αθεϊστικός,Άθεος,αδιάφορος προς τη θρησκεία,καθημερινό,ειδωλολάτρης,μη θρησκευόμενος,Βλάσφημος
θείος,άγιος,θρησκευτικός,ιερός,πνευματικός,αφιερωμένος,ευλαβής,ευσεβής,ιερός,μεταφυσικός
profaned => βεβηλωμένος, profane => βέβηλος, profanatory => βέβηλος, profanation => βεβήλωση, prof => καθηγητής,