Greek Meaning of laical
κοσμικός
Other Greek words related to κοσμικός
- αθεϊστικός
- επίγειος
- Άθεος
- αδιάφορος προς τη θρησκεία
- τοποθετώ
- μη θρησκευτικός
- μη δογματικό
- ειδωλολάτρης
- άθρησκος
- κοσμικός
- κροταφικός
- κοσμικός
- λαϊκός
- Βλάσφημος
- σωματικός
- Δεκανέας
- ασεβής
- ασεβής
- καθημερινό
- ειδωλολατρικός
- φυσικός
- βέβηλος
- ιεροσυλία
- ουσιαστικός
- Γήινος
- χερσαίος
- μη θρησκευόμενος
- σαρκικός
- υλικό
- αμύητος
- ακάθαρτος
Nearest Words of laical
Definitions and Meaning of laical in English
laical (a.)
Of or pertaining to a layman or the laity.
FAQs About the word laical
κοσμικός
Of or pertaining to a layman or the laity.
αθεϊστικός,επίγειος,Άθεος,αδιάφορος προς τη θρησκεία,τοποθετώ,μη θρησκευτικός,μη δογματικό,ειδωλολάτρης,άθρησκος,κοσμικός
θείος,θρησκευτικός,ιερός,πνευματικός,αφιερωμένος,ευλαβής,ευσεβής,ιερός,άγιος,μεταφυσικός
laic => κοσμικός, lahu => Λαχού, lahore => Λαχόρη, lahar => Λαχάρ, lah => λαι,