Greek Meaning of unhallowed

ακάθαρτος

Other Greek words related to ακάθαρτος

Definitions and Meaning of unhallowed in English

Wordnet

unhallowed (a)

not hallowed or consecrated

Webster

unhallowed (a.)

Not consecrated; hence, profane; unholy; impious; wicked.

FAQs About the word unhallowed

ακάθαρτος

not hallowed or consecratedNot consecrated; hence, profane; unholy; impious; wicked.

ειδωλολάτρης,αμύητος,ασεβής,άγιος,άθεος,Άθεος,Εθνικός,αιρετικός,αιρετικός,ασεβής

άγιος,ευσεβής,θρησκευτικός,ευλαβικός,αφιερωμένος,ευλαβής,ευσεβής,ιερός,προσευχητικός,ιερός

unhallow => ασεβής, unhair => αποτριχώνω, ungusseted => χωρίς ματσάκια, ungummed => ανεπίκολλητο, ungulous => οπληφόρο,