FAQs About the word unhandy

άβολος

Clumsy; awkward; as, an man.

αμήχανος,αδέξιος,δυσκίνητος,αδέξιος,άχαρος,γκρινιάρης,δυσκίνητος,βαρύς,Ανέφικτο,βαρύς

Λειτουργικός,πρακτικός,Πρακτικός,χρήσιμος,πρακτικός,επισκευάσιμος

unhandsome => άσχημος, unhand => αφήνω, unhampered => ανεμπόδιστο, unhallowed => ακάθαρτος, unhallow => ασεβής,