Greek Meaning of elephantine

ελεφαντώδης

Other Greek words related to ελεφαντώδης

Definitions and Meaning of elephantine in English

Wordnet

elephantine (s)

of great mass; huge and bulky

Webster

elephantine (a.)

Pertaining to the elephant, or resembling an elephant (commonly, in size); hence, huge; immense; heavy; as, of elephantine proportions; an elephantine step or tread.

FAQs About the word elephantine

ελεφαντώδης

of great mass; huge and bulkyPertaining to the elephant, or resembling an elephant (commonly, in size); hence, huge; immense; heavy; as, of elephantine proporti

αστρονομικός,αστρονομικός,προφυλακτήρας,κολοσσιαίος,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,τεράστιος,τεράστιος,μαμούθ

μικρό,λεπτό,μικρός,απειροελάχιστος,λιλιπούτειος,μικρό,μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,νάνος,μινιατούρα

elephantidae => Ελεφαντίδες, elephantiasis scroti => Ελεφαντίαση του οσχέου, elephantiasis neuromatosa => Ελεφαντίαση νευρωματώδης, elephantiasis => Ελεφαντίαση, elephantiac => Ελεφαντίαση,