Greek Meaning of towering
επιβλητικός
Other Greek words related to επιβλητικός
Nearest Words of towering
- towered => πύργοειδής
- tower of strength => Πύργος της δύναμης
- tower of pharos => Φάρος της Αλεξάνδρειας
- tower of london => Πύργος του Λονδίνου
- tower of babel => Πύργος της Βαβέλ
- tower mustard => Πύργος μουστάρδα
- tower cress => Στύπος ο κορυφαία
- tower block => πολυκατοικία
- tower => Πύργος
- towelling => Πετσέτα
Definitions and Meaning of towering in English
towering (s)
of imposing height; especially standing out above others
towering (p. pr. & vb. n.)
of Tower
towering (a.)
Very high; elevated; rising aloft; as, a towering height.
Hence, extreme; violent; surpassing.
FAQs About the word towering
επιβλητικός
of imposing height; especially standing out above othersof Tower, Very high; elevated; rising aloft; as, a towering height., Hence, extreme; violent; surpassing
υψηλός,ψηλός,υπέροχος,υψηλός,κυρίαρχος,κυρίαρχος,Υψηλός,εξέχον,Ουρανοξύστης,ανυψωμένος
Χαμηλός,κοντός,Καθίσματα,επίπεδος,χαμηλής υψομετρικής κλίμακας,κοντόχοντρος,κοντόχοντρος
towered => πύργοειδής, tower of strength => Πύργος της δύναμης, tower of pharos => Φάρος της Αλεξάνδρειας, tower of london => Πύργος του Λονδίνου, tower of babel => Πύργος της Βαβέλ,