FAQs About the word lifted

ανυψωμένος

held up in the airof Lift

Αεροπορικό,Υψηλός,ανυψωμένο,Ανυψωμένος,Αναστολή,ανασηκωμένος,κάθετος,όρθιος,κάθετος,όρθιος

Χαμηλός,κοντός,βυθισμένο,Καθίσματα,χαμηλής υψομετρικής κλίμακας

liftable => ανυψώσιμο, lift up => σηκώνω, lift pump => Αντλία ανύψωσης, lift out => ανύψωσε, lift off => Απογείωση,