Greek Meaning of lifted
ανυψωμένος
Other Greek words related to ανυψωμένος
Nearest Words of lifted
Definitions and Meaning of lifted in English
lifted (s)
held up in the air
lifted (imp. & p. p.)
of Lift
FAQs About the word lifted
ανυψωμένος
held up in the airof Lift
Αεροπορικό,Υψηλός,ανυψωμένο,Ανυψωμένος,Αναστολή,ανασηκωμένος,κάθετος,όρθιος,κάθετος,όρθιος
Χαμηλός,κοντός,βυθισμένο,Καθίσματα,χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
liftable => ανυψώσιμο, lift up => σηκώνω, lift pump => Αντλία ανύψωσης, lift out => ανύψωσε, lift off => Απογείωση,