Greek Meaning of lifework

έργο ζωής

Other Greek words related to έργο ζωής

Definitions and Meaning of lifework in English

Wordnet

lifework (n)

the principal work of your career

FAQs About the word lifework

έργο ζωής

the principal work of your career

κλήση,Απασχόληση,Επιχείρηση,βιοπορισμός,ζωντανό,αποστολή,επάγγελμα,επάγγελμα,εμπόριο,Κάλεσμα

Χόμπι,καταδίωξη,χόμπι

life-weary => Απογοητευμένος από τη ζωή, life-time => Δια βίου, lifetime => διάρκεια ζωής, life-threatening => απειλητικό για τη ζωή, life-sustaining => αναγκαίος για τη ζωή,