Greek Meaning of craft
χειροτεχνία
Other Greek words related to χειροτεχνία
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- καλή πίστη
- ανοιχτότητα
- ειλικρίνεια
- Ειλικρίνεια
- αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- καλοσύνη
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Ευχέρεια
- ακεραιότητα
- απλότητα
- ειλικρίνεια
- Ακεραιότητα
- Αξιοπιστία
- στερεότητα
- αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ευπρέπεια
- αδιαφθορά
- αξιοπιστία
- δικαιοσύνη
- αξιοπιστία
- Αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- ευθύτητα
- Αρετή
Nearest Words of craft
Definitions and Meaning of craft in English
craft (n)
the skilled practice of a practical occupation
a vehicle designed for navigation in or on water or air or through outer space
people who perform a particular kind of skilled work
skill in an occupation or trade
shrewdness as demonstrated by being skilled in deception
craft (v)
make by hand and with much skill
FAQs About the word craft
χειροτεχνία
the skilled practice of a practical occupation, a vehicle designed for navigation in or on water or air or through outer space, people who perform a particular
τέχνη,δεξιότητα,εμπόριο,χειροτεχνία,Χειροτεχνία,κλήση,επάγγελμα,επάγγελμα,επάγγελμα,Κάλεσμα
αφέλεια,ειλικρίνεια,καλή πίστη,ανοιχτότητα,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,αξιοπιστία,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,καλοσύνη
cradlesong => νανούρισμα, cradleland => λίκνο, cradle cap => Παιδικό έκζεμα, cradle => κούνια, cracticus => cracticus,