Greek Meaning of craftsmanship
δεξιοτεχνία
Other Greek words related to δεξιοτεχνία
Nearest Words of craftsmanship
Definitions and Meaning of craftsmanship in English
craftsmanship (n)
skill in an occupation or trade
FAQs About the word craftsmanship
δεξιοτεχνία
skill in an occupation or trade
Τεχνίτης,καλλιτέχνης,τεχνίτης,δημιουργός,Τεχνίτης,τεχνίτης,τεχνίτης,κύριος,τεχνικός,έμπορος
No antonyms found.
craftsman => τεχνίτης, craftiness => πονηριά, craftily => πονηρά, crafter => τεχνίτης, craft union => Επαγγελματική ένωση,