Greek Meaning of artisan
Τεχνίτης
Other Greek words related to Τεχνίτης
Nearest Words of artisan
- artiodactylous => Αρτιοδάκτυλα
- artiodactyle => Αρτιοδάκτυλα
- artiodactyla => Ενζυγοδάκτυλα
- artiodactyl mammal => Αρτιοδάκτυλα
- artiodactyl => Αρτιοδάκτυλα
- artilleryman => Πυροβολητής
- artillery wheel => Τροχός πυροβολικού
- artillery unit => Μονάδα πυροβολικού
- artillery shell => Οβίδα πυροβολικού
- artillery plant => Πυροβολικό εργοστάσιο
- artisan's lien => εγγυήσεις τεχνιτών
- artist => καλλιτέχνης
- artiste => καλλιτέχνης
- artistic => καλλιτεχνικός
- artistic creation => Καλλιτεχνική δημιουργία
- artistic movement => καλλιτεχνικό κίνημα
- artistic production => Καλλιτεχνική παραγωγή
- artistic style => Καλλιτεχνικό στυλ
- artistical => καλλιτεχνικός
- artistically => καλλιτεχνικά
Definitions and Meaning of artisan in English
artisan (n)
a skilled worker who practices some trade or handicraft
artisan (n.)
One who professes and practices some liberal art; an artist.
One trained to manual dexterity in some mechanic art or trade; and handicraftsman; a mechanic.
FAQs About the word artisan
Τεχνίτης
a skilled worker who practices some trade or handicraftOne who professes and practices some liberal art; an artist., One trained to manual dexterity in some mec
τεχνίτης,Τεχνίτης,καλλιτέχνης,τεχνίτης,τεχνίτης,τεχνίτης,δημιουργός,έμπορος,Χειροτέχνιδα,Χειροτέχνης
No antonyms found.
artiodactylous => Αρτιοδάκτυλα, artiodactyle => Αρτιοδάκτυλα, artiodactyla => Ενζυγοδάκτυλα, artiodactyl mammal => Αρτιοδάκτυλα, artiodactyl => Αρτιοδάκτυλα,