Greek Meaning of artistical
καλλιτεχνικός
Other Greek words related to καλλιτεχνικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of artistical
- artistic style => Καλλιτεχνικό στυλ
- artistic production => Καλλιτεχνική παραγωγή
- artistic movement => καλλιτεχνικό κίνημα
- artistic creation => Καλλιτεχνική δημιουργία
- artistic => καλλιτεχνικός
- artiste => καλλιτέχνης
- artist => καλλιτέχνης
- artisan's lien => εγγυήσεις τεχνιτών
- artisan => Τεχνίτης
- artiodactylous => Αρτιοδάκτυλα
- artistically => καλλιτεχνικά
- artistry => καλλιτεχνία
- artist's loft => Το σοφίτα του καλλιτέχνη
- artist's model => Μοντέλο καλλιτέχνη
- artist's workroom => εργαστήριο καλλιτέχνη
- artium baccalaurens => Πτυχιούχος Τεχνών
- artium magister => Μεταπτυχιακός τίτλος στις Τέχνες
- artless => ατέχναστος
- artlessly => αφελή
- artlessness => αφέλεια
Definitions and Meaning of artistical in English
artistical (a.)
Of or pertaining to art or to artists; made in the manner of an artist; conformable to art; characterized by art; showing taste or skill.
FAQs About the word artistical
καλλιτεχνικός
Of or pertaining to art or to artists; made in the manner of an artist; conformable to art; characterized by art; showing taste or skill.
No synonyms found.
No antonyms found.
artistic style => Καλλιτεχνικό στυλ, artistic production => Καλλιτεχνική παραγωγή, artistic movement => καλλιτεχνικό κίνημα, artistic creation => Καλλιτεχνική δημιουργία, artistic => καλλιτεχνικός,