Greek Meaning of artlessness
αφέλεια
Other Greek words related to αφέλεια
- Ευχέρεια
- αθωότητα
- Φυσικότητα
- Απλότητα
- ειλικρίνεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- γνησιότητα
- πρασινάδα
- ειλικρίνεια
- Άγνοια
- αφέλεια
- αφέλεια
- αφ ingenuousness
- Απλότητα
- αφέλεια
- αφέλεια
- απλοϊκότητα
- απλοϊκότητα
- αφύσικος
- αφέλεια
- Ειλικρίνεια
- απροσεξία
- παιδικότητα
- Αφελής
- ευπιστία
- Ευπιστία
- απροσεξία
- ιδεαλισμός
- μη πρακτικότητα
- Επηρεαστικότητα
- απειρία
- νησιωτικότητα
- λήθη
- ανοιχτότητα
- Τοπικισμός
- επαρχιωτισμός
- ωμότητα
- ευθύτητα
- απερισκεψία
- Αναλλοίωτος
- Άγνοια
- μετριοφροσύνη
- βλαστοσύνη
- αλογιά
Nearest Words of artlessness
- artlessly => αφελή
- artless => ατέχναστος
- artium magister => Μεταπτυχιακός τίτλος στις Τέχνες
- artium baccalaurens => Πτυχιούχος Τεχνών
- artist's workroom => εργαστήριο καλλιτέχνη
- artist's model => Μοντέλο καλλιτέχνη
- artist's loft => Το σοφίτα του καλλιτέχνη
- artistry => καλλιτεχνία
- artistically => καλλιτεχνικά
- artistical => καλλιτεχνικός
- artly => επιδέξια
- artocarpeous => Αρτόκαρπος
- artocarpous => Αρτόκαρπος
- artocarpus => Αρτόκαρπος
- artocarpus altilis => Άρτος ο πολύκαρπος
- artocarpus communis => Αρτόκαρπος
- artocarpus heterophyllus => Αρτόκαρπος ο ετερόφυλλος
- artocarpus odoratissima => Artocarpus odoratissimus
- artois => Αρτουά
- artotype => αρτοτυπία
Definitions and Meaning of artlessness in English
artlessness (n)
the quality of innocent naivete
ingenuousness by virtue of being free from artful deceit
artlessness (n.)
The quality of being artless, or void of art or guile; simplicity; sincerity.
FAQs About the word artlessness
αφέλεια
the quality of innocent naivete, ingenuousness by virtue of being free from artful deceitThe quality of being artless, or void of art or guile; simplicity; sinc
Ευχέρεια,αθωότητα,Φυσικότητα,Απλότητα,ειλικρίνεια,αφέλεια,ειλικρίνεια,γνησιότητα,πρασινάδα,ειλικρίνεια
τέχνη,τεχνητότητα,Κυνισμός,ατιμία,Ανανδρεία,εκλέπτυνση,εγκοσμιότητα,επιτήδευση,προσοχή,προσοχή
artlessly => αφελή, artless => ατέχναστος, artium magister => Μεταπτυχιακός τίτλος στις Τέχνες, artium baccalaurens => Πτυχιούχος Τεχνών, artist's workroom => εργαστήριο καλλιτέχνη,