Greek Meaning of provincialism

επαρχιωτισμός

Other Greek words related to επαρχιωτισμός

Definitions and Meaning of provincialism in English

Wordnet

provincialism (n)

a lack of sophistication

a partiality for some particular place

FAQs About the word provincialism

επαρχιωτισμός

a lack of sophistication, a partiality for some particular place

καθομιλουμένη γλώσσα,ιδιωματισμός,Φράση,τοπικισμός,αργκό,περιφερειοκρατία,Προςταγές,αργκό,διάλεκτος,αργκό

Φιλελευθερισμός,Φιλελευθερισμός,ανεκτικότητα,ανεκτικότητα,Ανοιχτό μυαλό,Πρόοδος,προοδευτικότητα

provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας, provincial => επαρχιακός, province => επαρχία, provider => Πάροχος, providently => προνοητικά,