Greek Meaning of provincialism
επαρχιωτισμός
Other Greek words related to επαρχιωτισμός
Nearest Words of provincialism
- provincially => επαρχιακά
- proving ground => Δοκιμαστικός χώρος
- provirus => Πρόϊος
- provision => διάταξη
- provisional => προσωρινός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
- provisionally => προσωρινά
- provisionary => προσωρινός
- provisioner => προμηθευτής
Definitions and Meaning of provincialism in English
provincialism (n)
a lack of sophistication
a partiality for some particular place
FAQs About the word provincialism
επαρχιωτισμός
a lack of sophistication, a partiality for some particular place
καθομιλουμένη γλώσσα,ιδιωματισμός,Φράση,τοπικισμός,αργκό,περιφερειοκρατία,Προςταγές,αργκό,διάλεκτος,αργκό
Φιλελευθερισμός,Φιλελευθερισμός,ανεκτικότητα,ανεκτικότητα,Ανοιχτό μυαλό,Πρόοδος,προοδευτικότητα
provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας, provincial => επαρχιακός, province => επαρχία, provider => Πάροχος, providently => προνοητικά,