Greek Meaning of journalese
δημοσιογραφικός λόγος
Other Greek words related to δημοσιογραφικός λόγος
- γραφειοκρατικός
- καθομιλουμένη γλώσσα
- ιδιωματισμός
- Ηλεκτρονική γλώσσα
- εκπαιδευτική ορολογία
- Φράση
- αργκό
- αργκό
- τεχνολογική αργκό
- αργκό
- η γλώσσα του διαδικτύου
- διάλεκτος
- γραφειοκρατική διάλεκτος
- αργκό
- τοπικισμός
- πατουά
- πίτζιν
- επαρχιωτισμός
- περιφερειοκρατία
- αργκό
- λόγος
- ορολογία
- Προςταγές
- λεξιλόγιο
- μιλάω
- γλώσσα
- αργκό
- θόρυβος
- αργκό
- Διαλεκτισμός
Nearest Words of journalese
- journalism => δημοσιογραφία
- journalist => Δημοσιογράφος
- journalistic => δημοσιογραφικός
- journalistically => δημοσιογραφικά
- journalist's privilege => προνόμιο δημοσιογράφου
- journalize => Εφημερίζω
- journalized => καταχωρημένο
- journalizing => καταχώρηση
- journey => ταξίδι
- journey cake => Ταξιδιωτική πίτα
Definitions and Meaning of journalese in English
journalese (n)
the style in which newspapers are written
FAQs About the word journalese
δημοσιογραφικός λόγος
the style in which newspapers are written
γραφειοκρατικός,καθομιλουμένη γλώσσα,ιδιωματισμός,Ηλεκτρονική γλώσσα,εκπαιδευτική ορολογία,Φράση,αργκό,αργκό,τεχνολογική αργκό,αργκό
No antonyms found.
journal box => κουτί περιοδικού, journal bearing => Υδροσκοπικό ρουλεμάν, journal => ημερολόγιο, jouncing => σκούντημα, jounced => σκίρτησε,