Greek Meaning of provisionally

προσωρινά

Other Greek words related to προσωρινά

Definitions and Meaning of provisionally in English

Wordnet

provisionally (r)

temporarily and conditionally

FAQs About the word provisionally

προσωρινά

temporarily and conditionally

προσωρινός,Προσωρινός,εναλλασσόμενος,προσωρινός,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,μεταβατικός,Υποκριτική,προσωρινός,υπό όρους

τελικός,σταθερός,μακροπρόθεσμος,μόνιμο,διευρυμένο,σετ,εγκαταστημένος,άνευ όρων,απεριόριστος,ανειδίκευτος

provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός, provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ, provisional => προσωρινός, provision => διάταξη, provirus => Πρόϊος,