Greek Meaning of provocateur

προβοκάτορας

Other Greek words related to προβοκάτορας

Definitions and Meaning of provocateur in English

Wordnet

provocateur (n)

a secret agent who incites suspected persons to commit illegal acts

FAQs About the word provocateur

προβοκάτορας

a secret agent who incites suspected persons to commit illegal acts

συνήγορος,ταραχοποιός,απόστολος,Δημαγωγός,Δημαγωγός,διαδηλωτής,διεγέρτης,εμπρηστής,υποκινητής,υπαίτιος

ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

provo => Προβο, provitamin a => Προβιταμίνη Α, provitamin => Προβιταμίνη, provisory => προσωρινός, proviso => όρος,