Greek Meaning of exponent
εκθέτης
Other Greek words related to εκθέτης
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- απόστολος
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- ερμηνευτής
- φίλος
- παλαδίνος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- μαθητής
- υποστηρικτής
- υιοθετήσει
- Ακόλουθος
- ευαγγελιστής
- ευαγγελιστής
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- Αρχιερέας
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- Γνήσιος πιστός
- τύμπανο
Nearest Words of exponent
- expone => εκθέτει
- expolish => γυάλισμα
- expoliation => εκμετάλλευση
- expo => έκθεση
- explosively => εκρηκτικά
- explosive unit => Εκρηκτική μονάδα
- explosive trace detection => Ανίχνευση ίχνους εκρηκτικών
- explosive mixture => εκρηκτικό μίγμα
- explosive device => εκρηκτικός μηχανισμός
- explosive detection system => Σύστημα ανίχνευσης εκρηκτικών
- exponential => εκθετικός
- exponential curve => Εκθετική καμπύλη
- exponential decay => Εκθετική φθορά
- exponential equation => Εκθετική εξίσωση
- exponential expression => εκθετική έκφραση
- exponential function => εκθετική συνάρτηση
- exponential return => Εκθετικό κέρδος
- exponential series => Εκθετική σειρά
- exponentially => εκθετικά
- exponentiation => εκθετικοποίηση
Definitions and Meaning of exponent in English
exponent (n)
a person who pleads for a cause or propounds an idea
someone who expounds and interprets or explains
a mathematical notation indicating the number of times a quantity is multiplied by itself
exponent (n.)
A number, letter, or any quantity written on the right hand of and above another quantity, and denoting how many times the latter is repeated as a factor to produce the power indicated
One who, or that which, stands as an index or representative; as, the leader of a party is the exponent of its principles.
FAQs About the word exponent
εκθέτης
a person who pleads for a cause or propounds an idea, someone who expounds and interprets or explains, a mathematical notation indicating the number of times a
συνήγορος,υποστηρικτής,Υποστηρικτής,οπαδός,απόστολος,ενισχυτής,πρωταθλητής,ερμηνευτής,φίλος,παλαδίνος
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,κριτικός
expone => εκθέτει, expolish => γυάλισμα, expoliation => εκμετάλλευση, expo => έκθεση, explosively => εκρηκτικά,