Greek Meaning of gospeller
ευαγγελιστής
Other Greek words related to ευαγγελιστής
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- απόστολος
- εκθέτης
- φίλος
- Αρχιερέας
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- κήρυκας
- παλαδίνος
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- μαθητής
- υιοθετήσει
- ερμηνευτής
- Ακόλουθος
- Ιεροφάντης
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of gospeller
- gospelizing => ευαγγελίζοντας
- gospelized => ευαγγελικός
- gospelize => ευαγγελίζω
- gospeler => ευαγγελιστής
- gospel truth => ευαγγελική αλήθεια
- gospel singing => Ευαγγελικό τραγούδι
- gospel of luke => Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν
- gospel according to matthew => Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον
- gospel according to mark => Κατὰ Μάρκον
- gospel according to luke => Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον
Definitions and Meaning of gospeller in English
gospeller (n)
a preacher of the Christian gospel
FAQs About the word gospeller
ευαγγελιστής
a preacher of the Christian gospel
συνήγορος,υποστηρικτής,απόστολος,εκθέτης,φίλος,Αρχιερέας,προωθητής,Υποστηρικτής,οπαδός,ενισχυτής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός
gospelizing => ευαγγελίζοντας, gospelized => ευαγγελικός, gospelize => ευαγγελίζω, gospeler => ευαγγελιστής, gospel truth => ευαγγελική αλήθεια,