Greek Meaning of foe
εχθρός
Other Greek words related to εχθρός
- φίλος
- συνάδελφος
- φίλος
- συνεργός
- Συνεργός
- Σύμμαχος
- φίλος
- φίλος
- Συνεργάτης
- Συνάδελφος
- Σύντροφος
- Σύντροφος
- φίλος
- μαθητής
- φιλικός
- γενναιόδωρος
- φίλος
- μουσκετερος
- φίλος
- συνεργάτης
- καλύτερο
- οπαδός
- υποστηρικτής
- ευεργέτης
- ομοσπονδιακός
- εκθέτης
- Ακόλουθος
- χαλαρός σύντροφος
- χαίρετε πάντες
- κοινωνικός
- οπαδός
- συμπαθών
Nearest Words of foe
Definitions and Meaning of foe in English
foe (n)
an armed adversary (especially a member of an opposing military force)
a personal enemy
foe (n.)
One who entertains personal enmity, hatred, grudge, or malice, against another; an enemy.
An enemy in war; a hostile army.
One who opposes on principle; an opponent; an adversary; an ill-wisher; as, a foe to religion.
foe (v. t.)
To treat as an enemy.
FAQs About the word foe
εχθρός
an armed adversary (especially a member of an opposing military force), a personal enemyOne who entertains personal enmity, hatred, grudge, or malice, against a
εχθρός,Αντίπαλος,αντίπαλος,εχθρικός,ανταγωνιστής,θανάσιμος εχθρός,αρχέψυχος,επιτιθέμενος,Επιτιθέμενος,Μαύρο πρόβατο
φίλος,συνάδελφος,φίλος,συνεργός,Συνεργός,Σύμμαχος,φίλος,φίλος,Συνεργάτης,Συνάδελφος
fodientia => σκαπτικών, fodient => σκαφτικός, fodgeting => ανυπομονησία, foddle-faddle => φαιδρότητα, foddering => διατροφή,