Greek Meaning of abetter
καλύτερο
Other Greek words related to καλύτερο
Nearest Words of abetter
Definitions and Meaning of abetter in English
abetter (n)
one who helps or encourages or incites another
abetter (n.)
Alt. of Abettor
FAQs About the word abetter
καλύτερο
one who helps or encourages or incites anotherAlt. of Abettor
Συνεργός,αξεσουάρ,Αξεσουάρ,Συνεργάτης,δεξί χέρι,πληροφοριοδότης,Πληροφοριοδότης,ομοσπονδία,συνεργάτης,Σύντροφος
αντίπαλος,Κριτικός,εχθρός,εχθρός,Αντίπαλος,μειωτής
abetted => υποκινήθηκε, abettal => υποκινητής, abetment => υποκίνηση, abetalipoproteinemia => Αβηταλιποπρωτεναιμία, abet => υποκινώ,