Greek Meaning of abeyance

αναστολή

Other Greek words related to αναστολή

Definitions and Meaning of abeyance in English

Wordnet

abeyance (n)

temporary cessation or suspension

Webster

abeyance (n.)

Expectancy; condition of being undetermined.

Suspension; temporary suppression.

FAQs About the word abeyance

αναστολή

temporary cessation or suspensionExpectancy; condition of being undetermined., Suspension; temporary suppression.

αγωνία,ανάρτηση,ψυκτικός θάλαμος,κώμα,λήθαργος,αδράνεια,καθυστέρηση,αναστολή πληρωμών,ηρεμία,ύφεση

Συνέχεια,συνέχεια,ανανέωση,Επανάληψη,ανάνηψη,επανέναρξη

abevacuation => εκκένωση, abettor => συνεργός, abetting => υποκίνηση, abetter => καλύτερο, abetted => υποκινήθηκε,