Greek Meaning of abetted

υποκινήθηκε

Other Greek words related to υποκινήθηκε

Definitions and Meaning of abetted in English

Webster

abetted (imp. & p. p.)

of Abet

FAQs About the word abetted

υποκινήθηκε

of Abet

εγκρίθηκε,ενέκρινε,προαγόμενος,υποστηριζόμενος,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενθάρρυνε,εγκεκριμένος,νόμιμος,νόμιμο

παράνομος,παράνομος,απαράδεκτος,μη εξουσιοδοτημένος,παράνομος,ανεπίσημος,εσφαλμένος,νόθος,παράνομος,ανεπίσημος

abettal => υποκινητής, abetment => υποκίνηση, abetalipoproteinemia => Αβηταλιποπρωτεναιμία, abet => υποκινώ, aberuncate => αβερουνκάρ,