Greek Meaning of unofficial

ανεπίσημος

Other Greek words related to ανεπίσημος

Definitions and Meaning of unofficial in English

Wordnet

unofficial (a)

not having official authority or sanction

Wordnet

unofficial (s)

not officially established

FAQs About the word unofficial

ανεπίσημος

not having official authority or sanction, not officially established

ανεπίσημος,μη εξουσιοδοτημένος,ετερόδοξος,ακανόνιστος,ανεπίσημος,μη συμβατικό,ανορθόδοξος,ανεπίσημος,εύκολος,γνώριμος

τελετουργικός,συμβατικός,επίσημος,ορθόδοξος,κατάλληλος,τακτικός,ρουτίνα,Τελετουργικός,Σωστό,ευπρεπής

unoffensive => Αβλαβής, unoffending => αβλαβής, unoccupied => ακατοίκητο, unobvious => δυσδιάκριτος, unobtrusiveness => διακριτικότητα,