FAQs About the word unoperative

ανενεργός

Producing no effect; inoperative.

No synonyms found.

No antonyms found.

unopened => κλειστό, unopen => κλειστή, unoiled => άβρεκτο από λάδι, unoil => Ανελαιώδης, unoften => σπάνια,