Greek Meaning of unordered

άτακτος

Other Greek words related to άτακτος

Definitions and Meaning of unordered in English

Wordnet

unordered (a)

not arranged in order

Wordnet

unordered (s)

not arranged in order hierarchically

FAQs About the word unordered

άτακτος

not arranged in order, not arranged in order hierarchically

χαοτικός,ανοργάνωτος,ασυνεπής,μη οργανωμένο,Άμορφος,χωρίς χαρακτηριστικά,ασαφής,εναρκτήριος,Αόριστος,απροσδιόριστος

συνεκτικός,Διαμορφωμένο,παραγγελθέντα,οργανωμένος,διαμορφωμένος,δομημένος,σαφής,αποφάσισε,ορισμένος,διακριτός

unorder => άτακτος, unopposed => αδιαμφισβήτητο, unopposable => αδιαμφισβήτητος, unoperculated => ανεργάσιμος, unoperative => ανενεργός,