Greek Meaning of unorganized
μη οργανωμένο
Other Greek words related to μη οργανωμένο
- συγκεχυμένος
- αποσπασματικός
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- ανοργάνωτος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ανώμαλος
- ενοχλητικός
- μπερδεμένος
- ανησυχητικός
- αποσυνδεδεμένο
- εκκεντρικός
- απογοητευτικός
- παράλογος
- ασυνεπής
- ασυνεπής
- παράλογος
- συγκεχυμένο
- μη συνδεδεμένος
- παράλογος
- ασυνήθιστο
- παράλογο
- γαϊδουρινό
- παράξενος/η
- περίεργος
- πλανερός
- ανεξήγητος
- άκυρος
- άνευ σημασίας
- ανοησία
- τρελός
- μονός
- εκκεντρικός
- Εξαίρετος
- περίεργος
- γελοίο
- τρελός
- ανόητος
- περίεργο
- ανεύθυνος
- μη πειστικός
- ανεξήγητος
- προβληματικός
- περίεργος
Nearest Words of unorganized
Definitions and Meaning of unorganized in English
unorganized (a)
not having or belonging to a structured whole
unorganized (s)
not affiliated in a trade union
unorganized (a.)
Not organized; being without organic structure; specifically (Biol.), not having the different tissues and organs characteristic of living organisms, nor the power of growth and development; as, the unorganized ferments. See the Note under Ferment, n., 1.
FAQs About the word unorganized
μη οργανωμένο
not having or belonging to a structured whole, not affiliated in a trade unionNot organized; being without organic structure; specifically (Biol.), not having t
συγκεχυμένος,αποσπασματικός,ακατάστατος,ακατάστατη,ανοργάνωτος,μπερδεμένος,μπερδεμένος,απορίας άξιο,απογοητευτικό,ανώμαλος
συνεκτικός,συνδεδεμένος,λογικός,οργανωμένος,οργανωμένος,λογικός,στερεός,συστηματικός,έγκυρος,σαφής
unorganised => ανοργάνωτος, unordinate => άτακτος, unorderly => ακατάστατος, unordered => άτακτος, unorder => άτακτος,