Greek Meaning of puzzling

συγκεχυμένο

Other Greek words related to συγκεχυμένο

Definitions and Meaning of puzzling in English

Wordnet

puzzling (s)

not clear to the understanding

lacking clarity of meaning; causing confusion or perplexity

FAQs About the word puzzling

συγκεχυμένο

not clear to the understanding, lacking clarity of meaning; causing confusion or perplexity

ιερογλυφικά,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,ανεξήγητος,μυστηριώδης,ασαφές,ασαφής,θολός,αχνός,Αδύναμος

φωτεινό,βέβαιος,διακριτός,εμφανής,προφανής,απλός,σίγουρα,σαφής,ορισμένος,στερεός

puzzler => Γριφολόγος, puzzlement => σύγχυση, puzzle-headed => μπερδεμένος, puzzled => μπερδεμένος, puzzle over => σπαζοκεφαλιάζω για,