Greek Meaning of puzzled
μπερδεμένος
Other Greek words related to μπερδεμένος
Nearest Words of puzzled
Definitions and Meaning of puzzled in English
puzzled (s)
filled with bewilderment
FAQs About the word puzzled
μπερδεμένος
filled with bewilderment
μπερδεμένος,απορημένος,έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),Υπερφορτωμένος,τρομαγμένος,αναρωτιέται,έκπληκτος,έκπληκτος
αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος,αδιάφορος,βαρετό,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,αναίσθητος,Αδιάφορος
puzzle over => σπαζοκεφαλιάζω για, puzzle out => Λύση στο παζλ, puzzle => παζλ, putz => πουτζ, put-upon => εκμεταλλευόμενος,