Greek Meaning of overwhelmed

Υπερφορτωμένος

Other Greek words related to Υπερφορτωμένος

Definitions and Meaning of overwhelmed in English

Webster

overwhelmed (imp. & p. p.)

of Overwhelm

FAQs About the word overwhelmed

Υπερφορτωμένος

of Overwhelm

μπερδεμένος,απορημένος,κλιμακωτό,έκπληκτη,έκθαμβος,έκπληκτος,δέος,έκπληκτος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),μπερδεμένος

αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος,αδιάφορος,βαρετό,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,κουρασμένος,ανέμπνευστος

overwhelm => κατακλύζω, overwet => υπερβολικά υγρό, overwell => πάρα πολύ, overweight => Παχυσαρκία, overweigh => υπέρβαρος,