Greek Meaning of overwork
υπερένταση
Other Greek words related to υπερένταση
- Σπάω
- γλουτοί
- χιλι
- αδρανής
- αφήνω κάτι
- ανάπαυση
- Ειδωλολατρία
- χαλαρώνω
- χαλαρώνω
- Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
- ηλιοθεραπεία
- χασομεράω
- αναβάλλω
- Τεμπέλης
- κρέμασμα
- τεμπέλης
- ψωμί
- αργολογώ
- Σαλόνι
- παίξε
- χαλάρωσε
- ανάπαυση
- ασήμαντο
- χαλαρώνω
- τεμπελιάζω
- Παρακάμπτω (γύρω)
- χαλαρώνω
- να τεμπελιάζω
- Βουτιές
- Σκίτσο
- χαζεύω
- ανοησία
- κουτοπόνηρος
- τσαλαβουτώ
- κρέμομαι
- μαϊμού (γύρω)
- Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω)
- φλαντάρω
Nearest Words of overwork
Definitions and Meaning of overwork in English
overwork (n)
the act of working too much or too long
overwork (v)
use too much
work excessively hard
overwork (v. t.)
To work beyond the strength; to cause to labor too much or too long; to tire excessively; as, to overwork a horse.
To fill too full of work; to crowd with labor.
To decorate all over.
To work too much, or beyond one's strength.
overwork (n.)
Work in excess of the usual or stipulated time or quantity; extra work; also, excessive labor.
FAQs About the word overwork
υπερένταση
the act of working too much or too long, use too much, work excessively hardTo work beyond the strength; to cause to labor too much or too long; to tire excessi
υπερβάλλω,υπερβολική χρήση,καταπατώ,οχυρώνομαι,Υπερβαίνω,(παραβιάζω),κατασκηνώνω,Κατακλύζω,παράβαση,υπερχρησιμοποίηση
Σπάω,γλουτοί,χιλι,αδρανής,αφήνω κάτι,ανάπαυση,Ειδωλολατρία,χαλαρώνω,χαλαρώνω,Περιπλανιέμαι (γύρω ή έξω)
overword => υπερλέξη, overwise => απερίσκεπτος, overwinter => ξεχειμωνιάζω, overwing => πάνω από την πτέρυγα, overwind => Υπερτύλιγμα,