Greek Meaning of fool around
χαζεύω
Other Greek words related to χαζεύω
Nearest Words of fool around
Definitions and Meaning of fool around in English
fool around (v)
indulge in horseplay
commit adultery
FAQs About the word fool around
χαζεύω
indulge in horseplay, commit adultery
κάνω το χαζό,κάνω τον παλιάτσο,κόβω σε κομμάτια,ξεσαλώνω,μαϊμού (γύρω),επιδεικνύω,Συνέχισε,Χοτ ντογκ,γλεντάω,βρυχηθμός
βάζω τα γυαλιά μου,(ορίζω),εγκαθίσταμαι (κάτω),Αφοσιωθείτε σε κάτι
foody => γευσιγνώστης, foodstuff => Τρόφιμα, foodless => Ασίτιστος, foodie => Λάτρης του φαγητού, foodful => γεμάτο φαγητό,