Greek Meaning of act up

κάνω το χαζό

Other Greek words related to κάνω το χαζό

Definitions and Meaning of act up in English

Wordnet

act up (v)

misbehave badly; act in a silly or improper way

make itself felt as a recurring pain

FAQs About the word act up

κάνω το χαζό

misbehave badly; act in a silly or improper way, make itself felt as a recurring pain

παίζω,Συνέχισε,δεν υπακούω,κακή διαγωγή,στήνω κόλαση,επαναστάτης,εξαπολύεται,κόβω σε κομμάτια,Να φέρεται άσχημα,Δημιουργώ φασαρία

Πράξη,αρκούδα,συμμορφώνομαι,συμπεριφορά,υπακούω,παραιτούμαι,απαλλάσσω,έλεγχος,συλλέγω,Συμμορφώνω

act superior => Ενεργώ ανώτερα, act reflexively => ενεργώ αντανακλαστικά, act out => παίζω, act on => ενεργώ επάνω σε, act of god => ανωτέρα βία,